11/2/08

Σε είχα δει πρώτη φορά...

Σε είχα δει πρώτη φορά στις πυραμίδες
σε μεγαλόπρεπη πομπή
τα μάτια σου δεν θα μπορούσα πια ποτέ να τα ξεχάσω.
Σαν κοφτερό διαμάντι τρύπησε το δάκρυ τους το σώμα μου
μες στους αιώνες
κι έμεινε πάνω μου σημάδι αέναο
σύνδεσμος άρρηκτος του ακατάληπτου αιέν με το παρόν μου.
Και ξαφνικά στα Παναθήναια. Ήσουν εκεί.
Με το μικρό καλάθι σου στο χέρι. Αυτά τα μάτια τα ‘χω ξαναδεί.
Μου χαμογέλασες. Σε ξέρω, μου ’πες.
Κι ύστερα πάλι χάθηκες.
Και μάτωσε σαν την παλιά πληγή το εκ γενετής σημάδι.
Στων Πτολεμαίων τις αυλές και στο Βυζάντιο
πολλές φορές συναντηθήκαμε.
Και λίγο πριν το δεύτερο μεγάλο πόλεμο σε μια δεξίωση
- θυμάμαι τους μεγάλους πολυέλαιους και τις χοντρές, τις κατακόκκινες κουρτίνες
κι αυτή τη θλίψη την απέραντη μες στα χαμόγελα -
εκεί σ’ αγάπησα.
Σαν πυρετός μ’ αγκάλιασες
την ώρα που ‘φευγα
στο παγωμένο, κάτασπρο νοσοκομείο.

Δεν σου τ’ ορκίστηκα, δεν πρόλαβα.
Όμως το ξέραμε τότε κι οι δυο.
Στου σύμπαντος το αειφόρο γεννοβόλημα,
χίλιες φορές γενιούνται και πεθαίνουν κι είναι μαζί
ψυχές που στροβιλίστηκαν αιώνες μες στο φως
και δέθηκαν
αφού βαφτίστηκαν πρώτα στη Γη μεσ’ σε φωτιά και τέφρα.
Μνήμες που γράφτηκαν μες στους αιώνες
πετάλια γίνονται και τρέχουν μες στο αίμα
κι είναι αλάθευτη του σώματος η μνήμη.

Κανόνες άδυτοι σε κρύπτη μακρινή
που ο νους δεν μπόρεσε ποτέ να προσπελάσει
ορίζουν νομοτέλειες
που κάποιοι μοίρες τις ονόμασαν και κάποιοι συγκυρίες.
Μια τέτοια νομοτέλεια μας όρισε
άλλοτε μες στις θύελλες
κι άλλοτε στις απανεμιές να συναντιόμαστε
για μια στιγμή
κι ως την επόμενη φορά
μέχρι το στίγμα του ανεκπλήρωτου να σβήσει.

Έτσι και σήμερα μες στη βροχή,
που σαν τη λύτρωση με ανασυνθέτει,
σε είδα.
Χαμογέλασες. Σε ξέρω, μου ‘πες...
Και διεμβόλισαν ξανά τα μάτια σου το πριν,
το τώρα
και το πάντα.


Δεκεμβρίος 2007.

Προσμονή

Ζωγραφίζει στο τζάμι η ώχρα
Του λαμπτήρα νατρίου στο δρόμο
Τον υγρό ψυχισμό μου
Μια σταγόνα ολισθαίνει και μ' έλκει
Διαρκώς προς τα κάτω

Δεν μπορώ να φρενάρω
Κι ένα δαίδαλο σχήμα
Της βροχής ακουαρέλα
Σαν χοάνη με πίνει

Κι όλο σκέφτομαι εσένα
Καθώς λιώνω και φεύγω
Στου νερού την πορεία


Ιανουάριος 2008

Ατολμία

Μες στη βροχή που γήτεψες να αρχίσει,
κοίταξες προς τον ουρανό
και ξέβαψαν τα μάτια σου
και τα σε στάση ικεσίας χέρια σου αποσυντέθηκαν
κι έμεινες στήλη άλατος, στην αλυκή του χρόνου.


2007

Εκείνη...

Όταν με πήρε στο τηλέφωνο η μάνα μου, ο παππούς είχε κιόλας φύγει. Δεν τον προλάβαινα πια. Κοίταξα απ’ το παράθυρο τον ουρανό. Τα σύννεφα μαζεύονταν με μια ασυνήθιστη σπουδή... Όταν ξεκίνησα τ’ αμάξι, βαριές σταγόνες πάσκιζαν να μου τρυπήσουν το παρμπρίζ.

Μας το ψιθύρισαν στην κλινική, το ραντεβού: Κάπου εκεί ξημέρωμα τον άκουσαν στον ύπνο του να την φωνάζει. Είχε από χρόνια πριν φορέσει τ’ άσπρο της το νυφικό η γιαγιά. Και τον περίμενε. Κι όταν ξύπνησε, ήρεμος, απλά τους είπε «φεύγω». Κι έφυγε πριν τον πιάσει η βροχή, πριν του μουσκέψει τ’ ατσαλάκωτο γαμπριάτικο κουστούμι.

Ο δρόμος ήτανε ποτάμι και βάρκες τα αυτοκίνητα σε βαρκαρόλα πένθιμη. Σαν λιτανεία μου ‘φερνε το σκηνικό. Μια λιτανεία παραστάσεων απ’ τα παλιά κι εν πάση περιπτώσει ασορτί με την ψυχή μου. Ήτανε «πλήρης ημερών», εξού και πλήρεις αναμνήσεων εμείς, έπρεπε τώρα να συνυπογράψουμε το τέλος. 

«Πού πας;» ξέσπασε με παράπονο η θεια μου, μα αυτός ατάραχος. Ήξερε πως Εκείνη τον περίμενε. Εκείνη! Μια στοργική αγκαλιά που δεν την έδωσε. Μια τρυφερή κουβέντα που δεν είπε... Όλα του τα χρωστούμενα τα μάζεψε και πήγε. Σαν έτοιμος από καιρό, με την στερνή του γνώση στα μπαγκάζια.

Για μένα ήτανε άγγελοι κι έτσι θα τους θυμάμαι. Δυο γήινοι άγγελοι -μιας εποχής μου ανέμελης- με πινελιές ασπρόμαυρες, χωρίς τη λεπτομέρεια στις αντιθέσεις. Εκείνος ήτανε ψηλός και σωματώδης. Εκείνη μικροκαμωμένη κι εύθραυστη. Έτρεχε αυτός, με χίλια έτρεχε... μα εκείνη αδύναμη να ακολουθήσει.. Η αύρα γύρω του πετούσε σπίθες κι εκείνη ξέμενε πάντα πιο πίσω να μην την κάψει... Είχε μια αλαζονεία από μόνη της η τόσο πρόδηλη υπεροχή του.

Μιλούσε αυτός κι εκείνη σώπαινε. Κομπάρσος άλαλος ο ρόλος της σε μια σκηνή, όπου αυτός, ο πρωταγωνιστής, κρατούσε για την πάρτη του το σταριλίκι. Πολλές φορές την πείραζε, για να γελάμε. Όμως εκείνης το χαμόγελο υπέκρυπτε μιαν από χρόνια σμιλευμένη πίκρα. Την πίκρα της υποταγής στην αδιαμφισβήτητη κοινωνικώς υπεροχή του αρσενικού ηγεμόνα.

Τα χρόνια πέρασαν κι εκείνη απόκαμε. Κι έγειρε για να κοιμηθεί για πάντα στη σιωπή της. Εκείνος τρόμαξε. Πρώτη φορά που τον θυμάμαι να τρομάζει. Όλη η αγάπη που φυλάκισε μέσα στο πιο ανήλιαγο μπουντρούμι της καρδιάς του τόσα χρόνια, επαναστάτησε την ύστατη στιγμή και σαν ψυχρός εκτελεστής τον έστησε στον τοίχο. Και ξαφνικά κατάλαβε πόσο πολύ την αγαπούσε. Και ξαφνικά κατάλαβε πόσο είχε ανάγκη να της πει «μη φεύγεις Αθηνά μου, σ’ αγαπώ... μη με αφήνεις».

Με ένα βιβλίο προσευχές ξόρκιζε μάταια το θάνατο, μη ξεκολλώντας από πάνω της τα μάτια του, την έγνοια του, την ολοφάνερα απέραντη απόγνωσή του. Κι αν ίσως με τις προσευχές του την κρατούσε ζωντανή, ήταν απούσα. Μες στα λευκά σεντόνια της, εκείνη παραιτήθηκε απ’ ό,τι πια την ένωνε με τη ζωή. Ψυχορραγούσε αμίλητη, μέρες ολόκληρες, χωρίς ούτε το τελευταίο της χαμόγελο να του χαρίσει. Ποιος ξέρει τι να της ψιθύριζε μέσα στ’ αυτί, ώρες ατέλειωτες, όταν εκείνη δεν μπορούσε πια να τον ακούσει - κι ωστόσο εκείνος ήλπιζε ότι απλώς εκείνη προσποιούνταν πως δεν μπορούσε πια να τον ακούσει. Αθόρυβα και ταπεινά – όπως ήταν στη φύση της- έτσι ξεκίνησε για το στερνό της το ταξίδι. Μόνη, παρότι αυτός της κράταγε το χέρι.

Εκείνη τον συγχώρεσε. Ήταν ο άντρας της. Σε μια εποχή αλλιώτικη, σκληρή και δύσκολη. Η βιοπάλη, τα παιδιά κι έγνοια τους να τα μορφώσουν. Ο μόχθος ήταν το προσφάι τους. Ρομαντισμοί δεν ταίριαζαν στο σκηνικό τους.

Εκείνη τον συγχώρεσε, που δεν ήταν ο πρίγκηπας, στα παραμύθια, που φιλά την κοιμωμένη καλλονή. Γιατί, απλά, δεν ήταν πρίγκιπας αυτός ούτε κι εκείνη πίστευε στα παραμύθια.

Εκείνη τον συγχώρεσε. Εγώ είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Ξημέρωμα ήρθε στον ύπνο του ντυμένη νύφη. Άπλωσε τα χεράκια της... Εκείνα τα αδύναμα μικρά χεράκια. «Πάμε, του είπε, κι ο Θεός ντυμένος τ’ άμφιά του περιμένει. Θα μας παντρέψει, Κώστα. Μην αργείς!»

Τον άκουσαν να της φωνάζει: «Αθηνά...». Στον ύπνο του παραμιλά, είπανε κάποιοι. Όμως εκείνος ήξερε! Γιαυτό ξύπνησε ήρεμος. Κι έτοιμος πια, ξεπέρασε το φόβο του θανάτου. «Φεύγω» τους είπε. «Φέρτε μου και φορέστε μου τα γαμπριάτικά μου»...

Ήτανε μεσημέρι πια... Από ώρα ψάχνανε η μάνα μου κι οι θειες μου τον παπά, απεγνωσμένα. Αδημονούσε. «Φέρτε τον παπά, γιατί αργεί; Πρέπει να φύγω!» Εκείνη τον συγχώρεσε. Ήθελε να τον συγχωρέσει κι ο Θεός, να σβήσει τα χρωστούμενά του στους ανθρώπους. Κοινώνησε και πέθανε. «Τον αγαπούσε, είπαν, ο Θεός»... Κι έπιασε αμέσως μια βροχή, που κόπασε για λίγο μόνο στην ταφή του.

Ένας μαρμάρινος σταυρός, με τη φωτογραφία της γιαγιάς και κάτω το σκαμμένο χώμα. Εκεί για πάντα σμίξανε τα σώματά τους.Όμως μες στο ψιλόβροχο, που άρχισε ξανά να πέφτει και μες στο φως που πάσκιζε στο βάθος πέρα του ορίζοντα να διαρρήξει την παχιά και σκούρα μάζα των συννέφων, είδα θολά τις δυο φιγούρες:  Ένας ολόλαμπρος γαμπρός ψηλός και σωματώδης, μια μικροκαμωμένη κι εύθραυστη νυφούλα στο πλευρό του... Τη φίλησε και μπράτσο πέταξαν μαζί,  σαν περιστέρια κάτασπρα στις εκκλησιές του απείρου.


10 Δεκεμβρίου 2004.